- σκληροκόκαλος
- -η, -οδυνατός, σκληραγωγημένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκληροκόκαλος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει σκληρά κόκαλα, γερό κόκαλο, σκληραγωγημένος, δυνατός … Dictionary of Greek